κατασκευή

κατασκευή
(Μαθημ.). Όρος που αναφέρεται κυρίως στον κλάδο της γεωμετρίας (κ. ενός σχήματος από ορισμένα γνωστά στοιχεία του) αλλά και σε άλλους κλάδους (κ. μιας λύσης μιας διαφορικής εξίσωσης). Προκειμένου για την επίλυση ενός μαθηματικού προβλήματος εξετάζεται πρώτα αν υπάρχει κάποια λύση του (ύπαρξη λύσης), κατόπιν εξετάζεται αν το πρόβλημα επιδέχεται μία ή περισσότερες λύσεις (το μονοσήμαντο της λύσης) και τέλος επιδιώκεται η κ. των λύσεων του προβλήματος από τα γνωστά στοιχεία. Το τελευταίο έχει και ιδιαίτερη πρακτική σημασία. Στην απλή γεωμετρία ως όργανα κ. χρησιμοποιούνται o κανόνας (είτε με υποδιαιρέσεις είτε όχι), o διαβήτης, o γνώμονας, το μοιρογνωμόνιο, ο ελλειψογράφος κ.ά. Με τα όργανα αυτά χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα, περιφέρειες κύκλου, ελλείψεις κλπ., κατασκευάζοντας έτσι διάφορα σχήματα, για τα οποία είναι γνωστά από πριν ορισμένα (επαρκή) στοιχεία. Οι αρχαίοι Έλληνες γεωμέτρες απαιτούσαν να λύνονται τα προβλήματα της γεωμετρίας μόνο με τη χρήση του κανόνα και του διαβήτη, επειδή θεωρούσαν την ευθεία και την περιφέρεια του κύκλου (που χαράσσονται με τον κανόνα και με τον διαβήτη) τέλειες, απλές γραμμές και επομένως –κατ’ αυτούς– έπρεπε να χρησιμοποιούνται στη γεωμετρία μόνο τα όργανα που είναι απαραίτητα στη χάραξη αυτών των τέλειων και απλών γραμμών. Έτσι, η γεωμετρία διακρίνεται από τη μηχανική και άλλους πρακτικούς κλάδους της επιστήμης, που οι αρχαίοι δεν θεωρούσαν καθαρές επιστήμες. Το 1797 ο Λορέντσο Μασκερόνι (1750-1800) απέδειξε ότι η χρήση του κανόνα δεν είναι τόσο ουσιώδης· όλες οι κ. που γίνονται με κανόνα και διαβήτη (μαζί) είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν και μόνο με τον διαβήτη (γεωμετρία του διαβήτη). Επίσης αρκεί η χάραξη μόνο μίας περιφέρειας για να μπορεί μετά να επιλυθεί μόνο με τον κανόνα κάθε πρόβλημα επιλύσιμο με κανόνα και διαβήτη (μαζί). Ενδιαφέρον είναι ακόμα το στοιχείο ότι υπάρχουν προβλήματα της γεωμετρίας μη επιλύσιμα μόνο με κανόνα και διαβήτη, γνωστά ως άλυτα προβλήματα από την αρχαία εποχή: τετραγωνισμός του κύκλου, τριχοτόμηση γωνίας, διπλασιασμός του κύβου (Δήλιο πρόβλημα). Οι λόγοι που τα προβλήματα αυτά είναι μη επιλύσιμα μόνο με τον κανόνα και τον διαβήτη αναπτύχθηκαν περίπου το 1830 από τον Γκαλουά. Ένα πρόβλημα της γεωμετρίας είναι επιλύσιμο, αν και μόνο αν μπορεί να μεταφραστεί σε μια αλγεβρική εξίσωση επιλύσιμη με τετραγωνικές ρίζες. Στο συναφές σχήμα βλέπει κανείς μερικές γεωμετρικές κ., όπως του άξονα ενός ευθύγραμμου τμήματος, της παραλλήλου μιας ευθείας από ένα σημείο, της καθέτου σε μια ευθεία από ένα σημείο κ.ά. ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ ΣΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
* * *
η (AM κατασκευή)
1. το να κατασκευάσει κάποιος κάτι από ένα υλικό ή από διάφορα υλικά, το φτειάξιμο, η δημιουργία
2. επινόηση, εφεύρημα με δόλιους σκοπούς (α. «κατασκευή ψευδών ειδήσεων» β. «κατασκευή πληροφοριών»)
3. φρ. «γεωμετρική κατασκευή» — η χάραξη γεωμετρικού σχήματος με τη χρήση τών κατάλληλων οργάνων
νεοελλ.
η υφή, η σύσταση, η φυσική κατάσταση ενός πράγματος
αρχ.
1. προπαρασκευή, ετοιμασία
2. εξάρτηση, εξοπλισμός
3. (για οικοδομή)
το χτίσιμο, η πρόοδος τών οικοδομικών εργασιών
4. η οικοσκευή, το σύνολο τών επίπλων και τών σκευών ενός σπιτιού
5. καθετί που παρέχεται, ό,τι χορηγείται
6. η έντεχνη σύνθεση τού λόγου, το προσεγμένο ύφος, το κατάλληλο για την κάθε περίπτωση
7. ορισμένο στάδιο στην προπόνηση τών αθλητών, συνήθως κατά τη δεύτερη μέρα τής τετράδος τών προπονήσεων, κατά το οποίο γινόταν συστηματική εξάσκηση στις λεπτομέρειες τού κάθε αγωνίσματος
8. φρ. α) «κατασκευή τις παρὰ φύσιν» — νόσημα
β) «ἄνευ κατασκευῆς» — άτεχνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -σκευή (< σκευή «εξοπλισμός»), πρβλ. επι-σκευή, παρασκευή. Λειτουργεί ως εκφραστικό τής ρηματ. ενέργειας τού κατασκευάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατασκευή — preparation fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευή — η 1. φτιάξιμο, δημιουργία: Αυτός έκαμε την κατασκευή του πύργου αυτού. 2. επινόηση ψεύδους: Ασχολείται με την κατασκευή ψευδών ειδήσεων. 3. «γεωμετρική κατασκευή», η χάραξη σχήματος με γεωμετρικά εργαλεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατασκευῇ — κατασκευάζω equip fut ind mid 2nd sg (doric) κατασκευάζω equip fut ind act 3rd sg (doric) κατασκευάζω equip fut ind mid 2nd sg (doric) κατασκευάζω equip fut ind act 3rd sg (doric) κατασκευή preparation fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκευῆι — κατασκευῇ , κατασκευάζω equip fut ind mid 2nd sg (doric) κατασκευῇ , κατασκευάζω equip fut ind act 3rd sg (doric) κατασκευῇ , κατασκευάζω equip fut ind mid 2nd sg (doric) κατασκευῇ , κατασκευάζω equip fut ind act 3rd sg (doric) κατασκευῇ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρούλος — Κατασκευή ημισφαιρικού ή παρόμοιου σχήματος (π.χ. ημιελλειψοειδούς), η οποία χρησιμοποείται για την κάλυψη χώρων με κάτοψη κυκλική, τετραγωνική, ή σχήματος κανονικού πολυγώνου. Αρχαιότατα δείγματα τρουλωτών κατασκευών υπάρχουν στη Μικρά Ασία… …   Dictionary of Greek

  • κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… …   Dictionary of Greek

  • φάρος — Κατασκευή γενικά σε σχήμα πύργου, τοποθετημένη σε εμφανή σημεία της ακτής ή πάνω σε βράχους, ακόμα και σε σημαντική απόσταση από τη στεριά, στην κορυφή της οποίας υπάρχει φωτιστική πηγή με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ορατή από όλα τα σημεία του… …   Dictionary of Greek

  • χαρταετός — Κατασκευή από λεπτό χαρτί κολλημένο σε σκελετό από ελαφρά ξύλα ή καλάμια, που συγκρατείται με έναν πολύ μακρύ σπάγγο. Στο άκρο του τοποθετούνται συχνά λωρίδες χαρτιού που χρησιμοποιούνται για την ισορροπία (ουρά). Ο απλούστερος τύπος, που… …   Dictionary of Greek

  • ζευκτό — Κατασκευή από ξύλο, από σίδερο ή μεικτή, η οποία προορίζεται για τη στήριξη αμφικλινούς στέγης ενός οικοδομήματος. Η αρχαιότερη μορφή ζ. είναι ένα απλό τρίγωνο από ξύλινες δοκούς, στο οποίο οι δύο επικλινείς στηρίζουν τον σκελετό της στέγης, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρικός πίνακας — Κατασκευή που συγκροτείται από διάφορα ηλεκτρικά όργανα (διακόπτες, ηλεκτρικές ασφάλειες, φωτεινούς σηματοδότες, όργανα μέτρησης, συσκευές προστασίας κλπ.) που συνδέονται μεταξύ τους σύμφωνα με ένα ηλεκτρικό σχέδιο· προορίζεται προπάντων για τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”